οικοπεδοφάγος

οικοπεδοφάγος
ο
αυτός που καταπατά ξένα οικόπεδα ή δημόσια γη για να τη μετατρέψει σε οικόπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οικόπεδο + -φάγος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οικοπεδοφάγος — ο αυτός που με κάθε τρόπο παίρνει οικόπεδα σε τιμές ευκαιρίας: Πλακώσανε οι οικοπεδοφάγοι και κλείσανε όλες τις παραλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • αγροφάγος — ο αυτός που ιδιοποιείται ιδιωτικές, δημόσιες ή κοινοτικές αγροτικές εκτάσεις (πρβλ. οικοπεδοφάγος). [ΕΤΥΜΟΛ. < αγρός + φάγος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”